Ήταν ένα πρωί Κυριακής την ωραιότατη άνοιξη. Ο Γκέοργκ
Μπέντεμανν, ένας νεαρός έμπορος, καθότανε στο ιδιαίτερο δωμάτιό του στον
πρώτον όροφο κάποιου απ' τα χαμηλά, λυόμενα σπίτια που τραβούσανε κατά
μήκος του ποταμού σε μια μακρά σειρά, διαφέροντας σχεδόν μόνο στο ύψος
και το χρώμα. Είχε μόλις τελειώσει μία επιστολή σ' έναν φίλο της νιότης
του που βρισκότανε στο εξωτερικό, την έκλεισε με παιγνιώδη αργοπορία κι
ύστερα έβλεπε, με τον αγκώνα στηριγμένο στο γραφείο, απ' το παράθυρο τον
ποταμό, τη γέφυρα και τα υψώματα στην άλλη όχθη με το λιγοστό της
πράσινο.
Φραντς Κάφκα, Η Κρίση, 22 Σεπτεμβρίου 1912