Στεκόμουν με τον πατέρα μου στο χωλ ενός σπιτιού˙ έξω έβρεχε πολύ δυνατά. Ένας άντρας στρίβοντας από το στενό ήθελε να μπει βιαστικός μέσα στο χωλ, τότε πρόσεξε τον πατέρα μου. Αυτό τον έκανε να κοντοσταθεί. «Γκέοργκ» είπε αργά αργά, λες κι έπρεπε ν' ανακαλέσει σιγά σιγά παλιές αναμνήσεις, και πλησίασε, απλώνοντας το χέρι, απ' την πλευρά του πατέρα μου.
«Όχι, άσε με, όχι, άσε με!» έτσι άρχισα να φωνάζω ασταμάτητα μες στα στενά και πάντα με ξαναέπιανε εκείνη, πάντα από πλάγια ή πάνω από τους ώμους μου μπήγονταν στο στήθος μου τα αρπαχτικά χέρια της Σειρήνας
Είναι πάντα ο ίδιος, πάντα ο ίδιος
Φραντς Κάφκα, Ημερολόγιο, 10 Αυγούστου 1917