Πάνω στον τελευταίο όροφο στεκότανε στην πόρτα του διαμερίσματος η
γριά μάνα μου με ένα κερί στο χέρι. «Πρόσεχε, πρόσεχε» φώναξα εγώ ήδη
από το προτελευταίο πάτωμα προς τα πάνω «με κυνηγάνε». «Μα ποιος; Μα
ποιος;» ρώτησε η μάνα μου. «Μα ποιος θα μπορούσε να κυνηγάει εσένα αγόρι
μου». «Έξι άντρες» είπα εγώ λαχανιασμένος. «Τους ξέρεις» ρώτησε η μάνα
μου. «Όχι, ξένοι άντρες» είπα εγώ. «Πώς είναι;» «Ίσα ίσα που τους είδα.
Ένας έχει μια μαύρη γενειάδα, ένας ένα μεγάλο δαχτυλίδι στο δάχτυλο,
ένας έχει μια κόκκινη ζώνη, ένας έχει σκισμένο το παντελόνι στα γόνατα,
ένας έχει μόνο ένα μάτι ανοιχτό και ο τελευταίος δείχνει τα δόντια του».
«Μην το σκέφτεσαι πια», είπε η μάνα μου, «πήγαινε στο δωμάτιό σου, πέσε
να κοιμηθείς, έχω στρώσει».
Φραντς Κάφκα, Πειρασμός στο χωριό, Ημερολόγιο, 21 Ιουνίου 1914