10 Απριλίου

Λοιπόν σήμερα όμως, όταν μπήκα στην τραπεζαρία μού προτείνει ο συνταγματάρχης (ο στρατηγός δεν ήταν ακόμη εκεί) να καθίσω στο κοινό τραπέζι τόσο εγκάρδια, που αναγκάστηκα να υποχωρήσω. Το πράγμα πήρε λοιπόν τον δρόμο του. Ύστερα από τις πρώτες κουβέντες βγήκε ότι είμαι από την Πράγα· και οι δυο, ο στρατηγός (που καθόμουν απέναντί του) και ο συνταγματάρχης γνώριζαν την Πράγα. Τσέχος; Όχι. Εξήγησε τώρα σε τούτα τα πιστά, γερμανικά στρατιωτικά μάτια τι είσαι ουσιαστικά. Κάποιος λέει «Γερμανοβοημός», κάποιος άλλος «Μικρή Πλευρά». Ύστερα αφήνεται το όλο πράγμα και συνεχίζουμε να τρώμε, αλλά ο στρατηγός, με το ευαίσθητο αυτί του, το φιλολογικά εκπαιδευμένο στον αυστριακό στρατό, δεν είναι ικανοποιημένος, έπειτα απ’ το φαγητό αρχίζει πάλι να αμφισβητεί τον ήχο των Γερμανικών μου, ίσως ν’ αμφιβάλλει πάντως περισσότερο το μάτι παρά το αυτί. Λοιπόν μπορώ να προσπαθήσω να το εξηγήσω με την εβραϊκή μου ιδιότητα. Από επιστημονικής πλευράς τώρα έχει βέβαια ικανοποιηθεί, αλλά από ανθρώπινης όχι. Την ίδια στιγμή, πιθανόν συμπτωματικά, διότι δεν μπορεί να άκουσαν όλοι τη συζήτηση, αλλά ίσως παρ’ όλ’ αυτά με κάποια σχέση, σηκώνεται ολόκληρη η ομήγυρη να φύγει (εχθές πάντως ήταν πολλή ώρα μαζί, το άκουγα, αφού η πόρτα μου συνορεύει με την τραπεζαρία). Και ο στρατηγός είναι πολύ ανήσυχος, από ευγένεια όμως βάζει ένας είδος τέλους στη μικρή συζήτηση, προτού φύγει βιαστικά με μεγάλα βήματα.

Φραντς Κάφκα, επιστολή στον Μαξ Μπροντ και τον Φέλιξ Βελτς, 10 Απριλίου 1920