Πολυαγαπημένη, Θεέ μου, πόσο σ’ αγαπώ! Είναι πολύ αργά την νύχτα, έχω αφήσει στην άκρη την μικρή μου ιστορία, που βέβαια ήδη δυο βράδια δεν την έχω δουλέψει καθόλου και που μέσα στην σιωπή αρχίζει ν’ αναπτύσσεται και να γίνεται μια πιο μεγάλη ιστορία. Να σου την δώσω να την διαβάσεις, πώς να το κάνω αυτό; Ακόμη κι αν ήταν έτοιμη; Έτσι όπως είναι γραμμένη δεν διαβάζεται κι ακόμη κι αν αυτό δεν ήταν εμπόδιο, διότι σίγουρα μέχρι τώρα δεν σε έχω κακομάθει με ωραίο γραφικό χαρακτήρα, κι έτσι δεν θέλω να σου στείλω να διαβάσεις τίποτα. Να σου διαβάζω θέλω. Ναι, αυτό θα ήτανε ωραίο, να σου διαβάζω αυτή την ιστορία και συγχρόνως να είμ’ αναγκασμένος να σου κρατώ το χέρι, διότι η ιστορία είναι λίγο τρομαχτική. Λέγεται «Μεταμόρφωση», θα σου προκαλούσε πολύ φόβο κι ίσως να ευχαριστούσες για ολόκληρη την ιστορία, διότι φόβος είναι βέβαια αυτό που με τις επιστολές μου είμ’ αναγκασμένος δυστυχώς καθημερινά να σου προκαλώ.
Φραντς Κάφκα, επιστολή στην Φελίτσε Μπάουερ, 23 Νοεμβρίου 1912